αλυτρωτισμός

αλυτρωτισμός
ο движение за освобождение соотечественников из-под иностранного ига

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλυτρωτισμός" в других словарях:

  • αλυτρωτισμός — ο πολιτική κίνηση για την απελευθέρωση των αλύτρωτων τμημάτων ενός έθνους: Ο αλυτρωτισμός πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιταλία γύρω στο 1870 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυτρωτισμός — ο πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. ισμός απόδοση στα Ελληνικά τού ιταλ. όρου irredentismo] …   Dictionary of Greek

  • αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»